- πανδάκρυτος
- -ον, Α(ποιητ. τ.)1. αυτός που συνοδεύεται από μεγάλη ροή δακρύων («πανδάκρυτ' ὀδύρμητα», Σοφ.)2. πολύ δυστυχισμένος, αξιοδάκρυτος («πανδάκρυτ' ἐφαμέρων ἔθνη πολύπονα», Ευρ?).[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -δάκρυτος (< δακρύω), πρβλ. νεο-δάκρυτος].
Dictionary of Greek. 2013.