πανδάκρυτος

πανδάκρυτος
-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που συνοδεύεται από μεγάλη ροή δακρύων («πανδάκρυτ' ὀδύρμητα», Σοφ.)
2. πολύ δυστυχισμένος, αξιοδάκρυτος («πανδάκρυτ' ἐφαμέρων ἔθνη πολύπονα», Ευρ?).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -δάκρυτος (< δακρύω), πρβλ. νεο-δάκρυτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πανδάκρυτος — πανδάκρῡτος , πανδάκρυτος all tearful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανδάκρυτ' — πανδάκρῡτα , πανδάκρυτος all tearful neut nom/voc/acc pl πανδάκρῡτε , πανδάκρυτος all tearful masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανδάκρυτον — πανδάκρῡτον , πανδάκρυτος all tearful masc/fem acc sg πανδάκρῡτον , πανδάκρυτος all tearful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

  • πανδακρύτων — πανδακρύ̱των , πανδάκρυτος all tearful masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανδάκρυτε — πανδάκρῡτε , πανδάκρυτος all tearful masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”